- ἐλεφαντάρχου
- ἐλεφαντάρχηςcommander of a squadron of sixteen elephantsmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελεφανταρχία — ἐλεφανταρχία, η (Α) το αξίωμα τού ελεφαντάρχου … Dictionary of Greek